«Σε ένα κόσμο που πιστεύει στην παντοδυναμία της επιστήμης και της οικονομίας, τι πιο ισοπεδωτικό από τον θάνατο;»[1]

Ο θάνατος, το πιο σκοτεινό και τρομαχτικό γεγονός της ζωής, μας απασχολεί από τότε που ήμασταν παιδιά. Από μικρή ηλικία βιώσαμε φόβους που συνδέονται με τον αφανισμό μας. Για να τους διαχειριστούμε υψώσαμε άμυνες ενάντια στην επίγνωση του θανάτου, άμυνες που βασίζονται στην άρνηση. Όμως, η ζωή και ο θάνατος υπάρχουν ταυτόχρονα, είναι αλληλένδετα και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουμε τον θάνατο επηρεάζει το πώς ζούμε και ωριμάζουμε, λέει ο Γιάλομ (Yalom, 1980).

Ο Χάιντεγκερ υποστήριξε ότι ο θάνατος είναι η συνθήκη που μας επιτρέπει να ζούμε τη ζωή μας με αυθεντικό τρόπο. Σε αυτό συνηγορούν οι μαρτυρίες ανθρώπων που ήρθαν σε επαφή με τον ίδιο τους το θάνατο. Μελέτες σε άτομα που βίωσαν επιθανάτιες εμπειρίες (τροχαία ατυχήματα, πνιγμούς, ορειβατικές πτώσεις, παρoλίγο αυτόχειρες οι οποίοι επέζησαν), σε άτομα τα οποία αρρώστησαν πολύ σοβαρά, διαπιστώνουν ότι είδαν τον κίνδυνο για τη ζωή τους σαν ευκαιρία για αλλαγή. Έκαναν μια επαναξιολόγηση των προτεραιοτήτων στη ζωή τους: σταμάτησαν να μεγαλοποιούν τα ασήμαντα και να κάνουν όσα δεν επιθυμούν να κάνουν, άρχισαν να αντλούν περισσότερη ευχαρίστηση από τα στοιχειώδη της ζωής, βελτίωσαν την επικοινωνία με τους οικείους τους, άρχισαν να έχουν λιγότερη ανησυχία για την απόρριψη, έγιναν πιο συμπονετικοί και με μεγαλύτερο προσανατολισμό προς τον άνθρωπο (Yalom, 1980). Αν και, σε αυτό το σημείο θα ήθελα να επισημάνω ότι, δυστυχώς οι άνθρωποι ξεχνάμε «εύκολα» και η τάση μας να επαναλαμβανόμαστε (με άλλα λόγια, ο καταναγκασμός της επανάληψης) μας οδηγεί αναπόφευκτα ξανά στην άρνηση ώστε να μη θέλουμε να δούμε τον θάνατο ως τμήμα της ζωής.

Η ιδέα του θανάτου παίζει αποφασιστικό ρόλο τόσο στην ατομική όσο και την ομαδική ψυχοθεραπεία ακριβώς επειδή παίζει αποφασιστικό ρόλο στο βίωμα της ζωής καθενός από εμάς. Εντούτοις, οι θεραπευόμενοι δεν δίνουν εύκολα φωνή στις ανησυχίες τους για τον θάνατο ή οι θεραπευτές δεν είμαστε έτοιμοι να τις ακούσουμε. Αν όμως τους δοθεί η ελάχιστη ενθάρρυνση, οι θεραπευόμενοι μπορεί να φέρνουν εντυπωσιακά μεγάλο υλικό που συνδέεται με τις αγωνίες τους γύρω από τον θάνατο. Για παράδειγμα, η επεξεργασία του τερματισμού της θεραπείας πολύ συχνά συνοδεύεται από υπόγεια ρεύματα αγωνίας για τον θάνατο. Επίσης, οι ψυχοθεραπευτικές συνεδρίες που γίνονται έπειτα από κάποια, έστω και φευγαλέα, επαφή με τον θάνατο συνήθως προσφέρουν πολλά κλινικά δεδομένα. Και φυσικά τα όνειρα είναι ιδιαίτερα γόνιμες πηγές υλικού (Yalom, 1980).

Στο γεγονός ότι οι ψυχοθεραπευτές παραβλέπουν επιλεκτικά το θάνατο κατά τη διάρκεια της ψυχοθεραπείας, έχει συμβάλλει και μια ορισμένη φροϋδική λογική που βασίζεται περισσότερο στην «απώθηση του θανάτου» (Χατζόπουλος, 2021).

Παρ’ όλα αυτά, υπάρχουν σημεία στη φροϋδική θεωρία που η απώθηση του θανάτου «αίρεται χωρίς όμως αυτό να δίνει τον τόνο» (Χατζόπουλος, 2021, σ.43). Σύμφωνα με τον Φρόυντ (1915) «…κατά βάθος κανείς δεν πιστεύει στον δικό του θάνατο ή κάτι που είναι το ίδιο: στο ασυνείδητό του καθείς είναι πεπεισμένος για την αθανασία του». Κι ακόμα στο σύντομο αλλά διεισδυτικό δοκίμιο του «Επίκαιρες παρατηρήσεις για τον Πόλεμο και το Θάνατο» επισημαίνει ότι «δεν έχουμε βιώσει τίποτα που να μοιάζει με τον θάνατο ή αν το έχουμε βιώσει όπως στη λιποθυμία, στο πέρασμα του δεν έχει αφήσει αισθητά ίχνη. Τείνω λοιπόν να επιμείνω ότι ο φόβος του θανάτου πρέπει να θεωρηθεί παρόμοιος με το φόβο του ευνουχισμού».

Ο Φρόυντ στο πρώιμο έργο του παραβλέπει το θάνατο όταν αναλύει τις εσωτερικές λειτουργίες του ψυχικού μηχανισμού (το άγχος, την απώθηση, το ασυνείδητο). Στο προαναφερθέν δοκίμιο όμως, γραμμένο προς το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου, το 1915, κάνει τολμηρές υποθέσεις για το θάνατο. Μιλά για την άρνηση του θανάτου και για την προσπάθεια του ανθρώπου να τον νικήσει δημιουργώντας μύθους αθανασίας. Επίσης, επισημαίνει ότι η εφήμερη φύση της ζωής αυξάνει την ένταση και τον πλούτο της. Στο ίδιο κείμενο γράφει: «τώρα πια δεν μπορούμε να απαρνηθούμε τον θάνατο, πρέπει να τον πιστέψουμε. Οι άνθρωποι πεθαίνουν πραγματικά και μάλιστα όχι ένας-ένας αλλά πολλοί μαζί… Η ζωή έγινε πάλι ενδιαφέρουσα, ξαναβρήκε το πλήρες περιεχόμενο της».  Η αρχή της πραγματικότητας και ειδικότερα η πραγματικότητα του πολέμου κάνει τον Φρόυντ να παραδεχτεί ότι η ζωή αποκτά περιεχόμενο εξαιτίας του τέλους της, το τέλος της ζωής της δίνει ένα νόημα, διαφορετικό για τον καθένα από εμάς, της αποδίδει αξία βγάζοντας την από φαντασιώσεις αθανασίας (Χατζόπουλος, 2021).

Η ίδια πραγματικότητα του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου θα τον κάνει να σκεφτεί και να ξανασκεφτεί τη θέση ότι στο ασυνείδητο δεν υπάρχει η αναπαράσταση του θανάτου και εντέλει θα τοποθετήσει πλάι στις ερωτικές ενορμήσεις, αυτές που θα ονομάσει ενορμήσεις θανάτου (Χατζόπουλος, 2021). Ο ενορμητικός δυϊσμός που εισήγαγε ο Φρόυντ το 1920, αποτελεί την προσπάθεια της ψυχανάλυσης να αποδώσει με τον δικό της θεωρητικό τρόπο το γεγονός ότι ο θάνατος είναι μέσα στη ζωή (Εισαγωγή στο ψυχαναλυτικό περιοδικό Εκ των υστέρων, 2002). Η ενόρμηση του θανάτου παραμένει μια από τις πλέον αμφισβητούμενες έννοιες που εισήγαγε ο Φρόυντ, ενδεχομένως επειδή η θεωρητική τοποθέτηση κάθε ψυχαναλυτή υπερκαθορίζεται από την προσωπική, ιδιοσυγκρασιακή στάση του απέναντι στον θάνατο (Εκ των υστέρων, 2002).

Ο Φρόυντ ανακηρύσσει τον θάνατο σε θεμελιώδη ενόρμηση. Παράλληλα επιμένει στην έλλειψη αναπαράστασης του θανάτου ως γεγονός ενός καταλυτικού ορίου. Όμως ένας τεράστιος αριθμός ονείρων και ειδικά τα τραυματικά όνειρα μαρτυρούν το αντίθετο. Δεν έχουμε αναπαραστάσεις περιεχομένου, έχουμε αναπαραστάσεις προετοιμασίας και συνοδευτικές του θανάτου. Πρόκειται για αναπαραστάσεις που εισάγουν κάτι από την καταστροφικότητα και που επιχειρούν να δώσουν φωνή σε αυτήν τη σιωπηλή κατά τον Φρόυντ «ορμή θανάτου» (Χατζόπουλος, 2021).

Σύμφωνα με την Ναταλί Ζαλτζμάν (1999)[2] το άγχος θανάτου και το άγχος ευνουχισμού μπορούν να είναι μεταφορές το ένα του άλλου, αυτό όμως δεν αποκλείει την ύπαρξη ενός άγχους θανάτου που αφορά στην εξαφάνιση, την εγκατάλειψη και την καταστροφή (στον Χατζόπουλο, 2021). Για τον Φρόυντ ο θάνατος είναι μια αφηρημένη έννοια που δεν μπορεί να μορφοποιηθεί. Στην πραγματικότητα όμως παίρνει κάποια μορφή με τις καταστροφές (πόλεμοι) και τις αυτοκαταστροφές, όπως απόπειρες αυτοκτονίας, ατυχήματα με ασυνείδητη στόχευση, αυτοάνοσα νοσήματα κ.α. Καλό είναι να έχουμε κατά νου ότι η δυσκολία στη μορφοποίηση αυτού του αγνώστου βρίσκει δρόμους ύπαρξης, αρκεί να είναι κανείς αρκετά έτοιμος να τις δεχτεί και να τις αναγνωρίσει ώστε να μην τις απαρνηθεί. Όπως συμβαίνει με τις αρνητικές ψυχικές εμπειρίες που καταγράφονται στο σώμα κι έχουν την τάση να εκφράσουν μέσω αυτού, εκείνο που ο ψυχισμός δυσκολεύεται ή αδυνατεί να δεχτεί και να συμπεριλάβει (Χατζόπουλος, 2021).

Ο Γουίνικοτ (1989)[3] αρκετά χρόνια αργότερα από τον Φρόυντ, συνδέει τον φόβο κατάρρευσης με ένα ειδικό φόβο θανάτου. Είναι ένας θάνατος που έχει συμβεί αλλά δεν έχει βιωθεί. Ο Γουίνικοτ μιλάει για τον ψυχικό θάνατο που το υποκείμενο αδυνατεί να μεταβολίσει και να επεξεργαστεί, έτσι επιχειρεί και κάποιες φορές καταφέρνει να τον μετατρέψει σε φυσικό θάνατο (όπως συμβαίνει με τους αυτόχειρες) ( στον Χατζόπουλο, 2021).

Φαινόμενα αποπροσωποποίησης (κάποιος δεν αντιλαμβάνεται τον εαυτό του, την ταυτότητα του ή ένα μέρος από αυτήν) και από-πραγματοποίησης ( όπως αυτά που περιγράφηκαν από τον Φρόυντ  κατά τη διάρκεια της επίσκεψης του στην Ακρόπολη) δείχνουν ότι ορισμένες φορές η εσωτερική-ψυχική πραγματικότητα αναλαμβάνει τόσο πολύ τα ηνία, με αποτέλεσμα να διαψεύδει οτιδήποτε δεν συμφωνεί με αυτή. Σε αυτή την περίπτωση η αποδοχή της εξωτερικής πραγματικότητας και η εγγραφή της, βρίσκεται αντιμέτωπη με την ακαμψία μιας εσωτερικής πεποίθησης που τη θέτει σε αμφιβολία. Πρόκειται για μια στιγμή ψυχικού θανάτου; όταν αφανίζεται η πρόσκαιρη συνείδηση της απουσίας από τον εαυτό; Ο Γουίνικοτ μιλάει για ρήξεις στη συνέχεια του είναι (και χρησιμοποιεί το παράδειγμα της αμυχής που την αντιλαμβάνεται κανείς εκ των υστέρων, αγνοεί πότε την έκανε). Τα ίχνη του θανάτου, δεν μπορεί να είναι παρά οι εκ των υστέρων φαντασιακές επεξεργασίες αυτής της έκλειψης του υποκειμένου, των στιγμών που δεν ήταν εκεί. Το ίχνος (η αμυχή), οδηγεί σε αναζήτηση του ανεπαίσθητου της στιγμής που δεν βιώθηκε ο τραυματισμός όταν συνέβη, ώστε να αποτυπωθεί ψυχικά (Χατζόπουλος, 2021).

Γιατί απασχολεί τόσο πολύ το θέμα του θανάτου ως τέλους της ζωής αλλά και ως γεγονότος μέσα στη ζωή; Είναι ένα συμβάν κενό νοήματος; Ειδικά το γεγονός του προσωπικού μας αφανισμού; όταν αντιλαμβανόμαστε ότι είμαστε πεπερασμένοι; ότι ενώ η ζωή μας έχει ένα τέλος, ο κόσμος θα συνεχίσει να υπάρχει; ότι είμαστε μια μονάδα ανάμεσα σε πολλές; ότι το σύμπαν δεν αναγνωρίζει την ιδιαιτερότητα μας; ότι ζούμε με πλαστές εγγυήσεις; (Χατζόπουλος, 2021, Yalom, 1980).

Πιθανά η πίστη στην προσωπική ιδιαιτερότητα, μας επιτρέπει να αντέξουμε τη δυσφορία από την επίγνωση του ελάχιστου μεγέθους μας και της μεγαλοσύνης του εξωτερικού κόσμου, των ανεπαρκειών των γονιών μας, της ζωικής μας φύσης, των σωματικών λειτουργιών που μας δένουν με τη φύση και πάνω απ’ όλα με την επίγνωση του θανάτου (Yalom, 1980).

Όταν η πίστη ότι είμαστε ιδιαίτεροι και άτρωτοι, παύει να μας προσφέρει την ανάπαυλα που χρειαζόμαστε από την οδύνη ότι είμαστε θνητοί, τότε συχνά αναζητάμε ανακούφιση στο άλλο μείζον αμυντικό σύστημα άρνησης: την πίστη σε ένα υπέρτατο προσωπικό σωτήρα, την πίστη στην ύπαρξη μιας δύναμης ή ενός όντος που μας παρατηρεί, μας αγαπά και μας προστατεύει αιώνια, υποστηρίζει ο Γιάλομ (1980).

Ο Όττο Ρανκ (1945)[4] σε ένα εμπεριστατωμένο δοκίμιο με τίτλο «Φόβος ζωής και φόβος θανάτου» έδωσε έμφαση στο γεγονός ότι η εξατομίκευση συνοδεύεται από το τρομαχτικό, μοναχικό αίσθημα ότι είμαστε απροστάτευτοι. Για να το ανακουφίσει ο άνθρωπος αντιστρέφει την πορεία, βαδίζει προς τα πίσω, παραιτείται από την εξατομίκευση και βρίσκει ανακούφιση στη συγχώνευση. Ωστόσο η ανακούφιση είναι ασταθής, γιατί και αυτή η λύση προκαλεί φόβο-φόβο θανάτου (στον Υalom, 1980).

Η προσπάθεια να ικανοποιηθούν οι δύο αυτές ανάγκες: η ανάγκη για ξεχώρισμα και αυτονομία και η ανάγκη για προστασία και συγχώνευση, όπως και η προσπάθεια να αντιμετωπίσουμε το φόβο που συνδέεται εγγενώς με καθεμιά τους, είναι η διαλεκτική που διέπει τον ψυχικό μας κόσμο σε όλη μας τη ζωή (ένα έργο που η Μargaret Mahler ονομάζει «αποχωρισμό-εξατομίκευση»).

Ο θάνατος μας υπενθυμίζει ότι «η ζωή δεν αναβάλλεται», λέει ο Γιάλομ (1980, σ. 239). Όσα μας θυμίζουν την υπαρξιακή μας συνθήκη είναι ισχυροί σύμμαχοι στην αναζήτηση της απαρτίωσης και της ωριμότητας (Yalom, 1980). Μας βοηθούν στην προσωπική μας νοηματοδότηση καθώς το συμβάν της ζωής δεν είναι εκ προοιμίου νοηματοδοτημένο (Χατζόπουλος, 2021).

Ο Βίκτωρ Φρανκλ (1963)[5] παρατήρησε ότι στο στρατόπεδο συγκέντρωσης, όποιος κρατούμενος δεν διέθετε κάποια αίσθηση νοήματος, δεν είχε πιθανότητες να επιβιώσει.

Ο Καμύ (1955) χρησιμοποιούσε τη λέξη «παράλογο» για να αναφερθεί στη δυστυχία του ανθρώπινου όντος που έχει έμφυτη την ανάγκη του νοήματος και είναι αναγκασμένο να ζει σε ένα κόσμο, ο οποίος δεν έχει κανένα νόημα. Υποστήριξε ότι μπορούμε να κατασκευάσουμε ένα νέο νόημα ζωής, αν αρχίσουμε να εκτιμούμε την αξία που έχουν οι «νύχτες της απόγνωσης μας».

Οι ιδέες του Καμύ διαμορφώθηκαν και από τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στη διάρκεια του οποίου δούλεψε για τη  Γαλλική Αντίσταση και συνέλαβε την ιδέα ότι μια αυθεντική εξέγερση εναντίον του παραλόγου είναι μια εξέγερση αδελφική: μια εξέγερση στο όνομα της αλληλεγγύης του ανθρώπινου είδους. Ξεκίνησε από μια θέση μηδενισμού, μια θέση απόγνωσης για την απουσία νοήματος στον κόσμο, για να δημιουργήσει αυθαίρετα το δικό του σύστημα προσωπικού νοήματος. Ένα σύστημα που περιλαμβάνει σαφείς αξίες και οδηγίες συμπεριφοράς: θάρρος, υπερήφανη εξέγερση, αδελφική αλληλεγγύη, αγάπη.

Ο πιο ακλόνητος υπέρμαχος της άποψης ότι ο κόσμος στερείται νοήματος (20ος αι.) ήταν ο Σαρτρ, σύμφωνα με τον οποίο, κάθε ύπαρξη γεννιέται χωρίς λόγο, συνεχίζεται από αδυναμία και πεθαίνει τυχαία. Ωστόσο ο Σαρτρ σκιαγραφούσε συχνά στα μυθιστορήματα του ανθρώπους, οι οποίοι ανακαλύπτουν ένα λόγο για τον οποίο να ζουν καθώς και κάποιες αρχές σύμφωνα με τις οποίες να ζουν (στον Yalom, 1980).

Ο Γιάλομ (1980) υποστηρίζει ότι ο σκοπός που οι ίδιοι δημιουργούμε, δεν ανακουφίζει αποτελεσματικά από τη δυσφορία, όσο θυμόμαστε ότι είναι δικό μας κατασκεύασμα. Είναι πολύ πιο παρηγορητικό να πιστεύεις ότι το νόημα υπάρχει κάπου εκεί έξω κι εσύ το έχεις ανακαλύψει. Όταν συγκροτείται μέσα μας μια αίσθηση νοήματος, αυτή η αίσθηση γεννά αξίες, οι οποίες συνεργάζονται για να ενισχύσουν την εντύπωση μας ότι η ζωή έχει νόημα. Οι αξίες μας επιτρέπουν να υπάρχουμε σε ομάδες, να θεραπευόμαστε από αυτές και να δημιουργούμε πολιτισμό. Το νόημα φαίνεται να πηγάζει από το φόβο να μη χαθούμε.

Η επιθυμία μας να ζήσουμε αιώνια, μας χαρακτηρίζει βαθιά ακόμα κι αν έχουμε την γνώση  ότι «ο θάνατος είναι αυτό προς το οποίο παραπέμπει η ζωή, το αδρανές και το ανόργανο που προηγείται αυτής και γίνεται ο σκοπός της» (Michel de M’ Uzan, Freud et la mort (1968), στο De l’ art a la mort, Tel Gallimard στον Χατζόπουλο, 2021) Και αν μπορούσαμε να αποδεχτούμε και να αντικρίσουμε την αλήθεια του ίδιου μας του θανάτου τότε ίσως η ζωή μας να αποκτούσε περισσότερο νόημα, να γινόταν πιο ανθρώπινη και γιατί όχι και πιο ειρηνική (Κιούμπλερ-Ρος, 1969).

Βιβλιογραφία                                                                                                                                      

Θ. Χατζόπουλος, 2021, Πανδημία και περιοριστικά μέτρα, Ο ψυχισμός απέναντι στο θάνατο και στους περιορισμούς του, Εκδ. Αρμός, Αθήνα

Elisabeth KublerRoss, Πλησιάζοντας τον Θάνατο, Τα πέντε στάδια του πένθους, Μετ. Βαγγ. Προβατάς, Εκδ. Ίκαρος, Αθήνα, 2019

Εκ των υστέρων, ψυχαναλυτικό περιοδικό, Ο θάνατος στη ζωή, Εκδ. Εξάντας, Αθήνα, 2002

Irvin D. Yalom, 1980, Υπαρξιακή Ψυχοθεραπεία, Basic Book, United States, Μετ. Ευαγγ. Ανδριτσάνου-Δ. Κακατσάκη, Εκδ. Άγρα, Αθήνα, 2020

Φρανσουαζ Ντολτό, 1998, Μιλώντας για τον θάνατο, Gallimard, μετφ. Ελ. Κούκη, εκδ. Πατάκη, Αθήνα, 1999

 

[1] από το εισαγωγικό σημείωμα του Αθ. Αλεξανδρίδη για το περίφημο βιβλίο της Κιούμπλερ-Ρος (Elisabeth Kubler-Ross) On Death and Dying (1969) με τον ελληνικό τίτλο «Πλησιάζοντας τον Θάνατο»)

[2] Nathalie Zaltsman, Baiser la mort? Une sexualite melancholique, στο De la guerison psychanalytique, PUF, 1999

[3] D.W.Winnicott, Fear of breakdown (1963), στο Psycho-Analytic Explorations, Karnac books, 1989

[4] O. Rank, Will Therapy and Truth and Reality, Alfred A. Knopf, Νέα Υόρκη, 1945

[5] Αυστριακός νευρολόγος, ψυχίατρος, φιλόσοφος, συγγραφέας και επιζών του Ολοκαυτώματος V. Frankl, Man’s Search for Meaning: An Introduction to Logotherapy, Pocket Books, Νέα Υόρκη, 1963.

 

Λένα Τελειώνη