Θέλω να εκφράσω τη βαθιά μου ευγνωμοσύνη στη Carla Penna για την εξαιρετική παρουσίασή της. Η Κάρλα, Ελληνίδα εξ αγχιστείας, καθώς είναι παντρεμένη με τον Κάρλος, το γένος Μαγουλά, Ελληνο-Bραζιλιάνο με καταγωγή από τη Σμύρνη, έθεσε επί τάπητος έναν τόσο μεγάλο αριθμό κρίσιμων και ενδιαφερόντων θεμάτων που θα χρειαζόταν ένα ολόκληρο συνέδριο για να τα καλύψει και να τα σχολιάσει.

Θα κάνω ό,τι καλύτερο μπορώ, στο πλαίσιο των γνώσεων μου και του χρόνου που μου δίνεται, για να θίξω ορισμένα σημεία που μου φάνηκαν ενδιαφέροντα.

2

Η Αριστοτελική ιδέα για τον άνθρωπο που ζει μέσα σε μια πόλη, αποδίδει σε εμάς, τους ανθρώπους, εξ ορισμού κοινωνικότητα. Είναι ενδιαφέρον ότι ο φιλόσοφος θεωρεί έναν άνθρωπο που είναι άπολις (χωρίς πόλη) … σαν εκείνον που χλευάζεται από τον Όμηρο επειδή είναι «χωρίς γενιά, χωρίς νόμους, χωρίς σπίτι». Διότι όποιος είναι από φυσικού του έτσι είναι ταυτόχρονα και φιλοπόλεμος, όπως ακριβώς ένα μοναχικό πιόνι σε μια παρτίδα σκάκι. (Πολιτικά 1, 1253α, 1-6[1], δική μου μετάφραση και έντονη γραφή). Αυτή η φιλοπόλεμη πτυχή ανθρώπων-χωρίς-πόλη συμβαδίζει με τα ζητήματα της βίας, του κοινωνικού τραύματος και των πολιτικών της ταυτότητας και του αποκλεισμού που θέτει η Κάρλα στην αρχή της εξαιρετικής εισήγησής της. Όσο περισσότερο ένα πρόσωπο γίνεται άτομο, μένει δηλαδή μοναχικό και απομονωμένο, τόσο περισσότερο εκτίθεται στις αβεβαιότητες του κόσμου, άρα τόσο πιο πιθανό είναι να οχυρωθεί μέσα στα προσωπικά και ψυχικά του όρια, που, βεβαίως, απαιτούν και μία ιδιαίτερη ανάπτυξη της επιθετικότητας.

Βρήκα ενδιαφέρουσα την ιδέα των διαδικασιών αποξένωσης που μπορούν να παρεισφρήσουν στο πλαίσιο του διαλόγου Ψυχανάλυσης και Ομαδικής Ανάλυσης, από ανταλλαγές που κάθε πλευρά μπορεί να δυσκολεύεται να ενδοβάλλει, και πολύ περισσότερο να εσωτερικεύσει, σαν ένα είδος αλλεργικών αντιγόνων ή ανεπεξέργαστων βήτα-στοιχείων. Με αυτόν τον τρόπο μπορεί να προκύψουν επιθέσεις στις συνδέσεις και αυτό να οδηγήσει σε διαδικασίες αποσύνδεσης και αλλοτρίωσης τόσο των εννοιών όσο και των συνολικών προσεγγίσεων. Αυτές οι διαδικασίες αποξένωσης μπορούν να φέρνουν διασπάσεις μεταξύ των εννοιών× ακόμη και αναστολές× ένα μπλοκάρισμα της διασύνδεσης και της συνάφειας τους. Οι τρόποι που οι ψυχαναλυτές κατανοούν π.χ. τις ομαδικές δυναμικές, σαν κάτι εξωτικό, αποσυνδεδεμένο από την «ατομική» ψυχική ζωή· και οι τρόποι που οι ομαδικοί αναλυτές κατανοούν τις μεταβιβάσεις, σαν ψυχαναλυτικές θεωρητικές «πινελιές», αποσυνδεδεμένες από την θεωρία της ομαδικής μήτρας, είναι παραδειγματικές αποξενώσεις της μορφής που αναφέρει η Κάρλα.

Οι κοινωνικές καταβολές της ασυνείδητης ψυχικής ζωής πρέπει να αποσαφηνιστούν× κατά συνέπεια, και οι ψυχαναλυτικές καταβολές της Ομαδικής Ανάλυσης πρέπει να διαφωτιστούν. Διαφορετικά, κινδυνεύουμε να παλινδρομήσουμε είτε σε ιδεολογίες (με πρώτο κριτή τους τον ίδιο τον Karl Marx), είτε σε κοσμαντιλήψεις (Weltanschauungen· που τις βλέπει καχύποπτα και ο ίδιος ο Freud), είτε σε θρησκευτικές ψευδαισθήσεις (που μας θύμισε η Carla, από την MacDougall).

3

Η Κάρλα εξήγησε πολύ καθαρά πώς, μέσω των ομαδικών διαδικασιών ισοδυναμίας, τα διαμορφούμενα στα αναλυτικά ινστιτούτα στυλ αλληλεπίδρασης ευνοούν τον ανταγωνισμό και τη δημιουργία σεχταριστικών, δογματικών και σχεδόν θρησκευτικών ψυχοδυναμικών στα ψυχαναλυτικά και ομαδικά αναλυτικά πεδία. Ως εκ τούτου, επηρεασμένοι από τον ναρκισσισμό των μικρών διαφορών, τις σχέσεις εξουσίας, τον φόβο της ετερότητας, τις διαγενεακές συγκρούσεις και τους αδελφικούς ανταγωνισμούς, οι ψυχαναλυτές και οι ομαδικοί αναλυτές λαχταρούν για υπαγωγές (σε καρτέλ, θα πρόσθετα) που παρέχουν προστασία, παραπομπές και υπαγωγή, καθώς και προσωπική και κοινωνική ταυτότητα, κάτι που παρεμποδίζει την ανοικτότητα που είναι αναγκαία για τον διάλογο.

Αυτό που η Κάρλα ονομάζει ψευδαίσθηση της ομαδικής συνοχής είναι ένα συγκεκριμένο είδος ναρκισσιστικού αυτo-θαυμασμού που αντηχεί πολύ συχνά στους τοίχους των αναλυτικών μας ιδρυμάτων. Αυτή η θεσμική μετεωρολογία, αν ακολουθήσουμε τη μεταφορά του Antoninno Ferro, στην πραγματικότητα δεν δημιουργεί μόνο τις θρησκευτικές ψευδαισθήσεις στις οποίες αναφερόταν η McDougall. Συμβάλλει επίσης στην παρακμή των εκπαιδευτικών μας ιδρυμάτων, με την παλινδρόμηση σε εμπορικές σχολές και θρησκευτικά ιδρύματα (μοναστήρια), αντί να παραμείνουν πανεπιστημιακά ιδρύματα και ακαδημίες τέχνης (Kernberg, 1986).

Συγχρόνως, και σε μια διαδικασία ισοδυναμίας, όπως υπογράμμισε προηγουμένως η Κάρλα, οι θεωρίες μας τείνουν να παλινδρομούν προς μάλλον πρωτόγονες φετιχιστικές χρήσεις, προς μια εκδοχή αδύναμων, πολιτισμικών θεωριών (Sedgwick, 1997). Γίνονται έτσι προσχηματικές θεωρίες, που εξυπηρετούν καλύτερα τον προσηλυτισμό των οπαδών, παρά την εξήγηση, τον μετασχηματισμό και την αλλαγή του ψυχικού κόσμου των ανθρώπων. Χάνουν τα απομεινάρια της εσωτερικής αλλά και της εξωτερικής εγκυρότητάς τους και έτσι μετατρέπονται σε ένα τεράστιο σύνολο χαλαρών υποθέσεων, οι οποίες εξελίσσονται σε παράλληλους μονολόγους (Blass, 2023), χωρίς διάλογο και χωρίς το απαραίτητο ελάχιστο επίπεδο δοκιμασίας αποδείξεων και συναίνεσης, για να απαντήσουν στα ερωτήματα Τι λειτουργεί; και Για ποιον;

4

Τα αναλυτικά ινστιτούτα αναπτύσσουν τις αδύναμες θεωρίες τους προς την κατεύθυνση ενός φανατικού και φονταμενταλιστικού στυλ σκέψης και αίσθησης των πραγμάτων και, με βάση την μεταφορά που δανείζεται η Κάρλα από τον Kirsner (1998), προς μια «κλαμπίστικη στάση», που κρύβει ακόμη περισσότερο την ελλειπή επεξεργασία των επικρατουσών εννοιών και μοντέλων, οδηγώντας σε ένα στατικό, μη δημιουργικό και παιδαριώδες σύστημα θεωρητικής και κλινικής μετάδοσης, που δεν είναι ανοιχτό στην επιστημονική διερεύνηση και τη διανοητική περιέργεια, όπως έχει δείξει για άλλη μια φορά ο Kernberg.

5

Έχουμε λοιπόν επαγγελματίες που απορροφώνται στην επιτέλεση ρόλων που σχετίζονται με τη διαγενεακή συν-εξάρτηση ή τον αδελφικό ανταγωνισμό για λογαριασμό της συνέχειας των επαγγελματικών σχέσεων με τη μορφή «λεσχών» ή «αιρέσεων».

Δεν είμαι απόλυτα πεπεισμένος ότι η θεωρία της συνάθροισης/ μαζοποίησης του Hopper είναι το κατάλληλο μοντέλο για να θεωρητικοποιήσει κανείς με τον αρμόζοντα τρόπο το τι συμβαίνει στους αναλυτικούς θεσμούς. Θα είχα μάλλον την τάση να θεωρήσω τις συγκρούσεις μεταξύ ισχυρών αναλυτών και μεταξύ σχολών, ως μικρές διαφορές που οδηγούν σε μια σειρά από μεγάλες βεντέτες μυριάδων ανεπίλυτων ανισοτήτων, οι οποίες, με τη σειρά τους, οδηγούν σε έναν συνολικό φεουδαρχικό κατακερματισμό ολόκληρου του πεδίου, είτε της Ψυχανάλυσης είτε της Ομαδικής Ανάλυσης: εδώ είναι το δικό μου φέουδο, εκεί το δικό σου. Τα υπάρχοντα συστήματα διάδοσης της γνώσης, μέσω τοπικών περιοδικών, εσωτερικών εκδηλώσεων και συνεδρίων, αλλά και μέσω σφαιρών επιρροής ισχυρών διδασκόντων, πολλαπλασιάζουν έτι περαιτέρω τον υπάρχοντα κατακερματισμό. Οι διαμάχες είναι πολύ δύσκολο να επιλυθούν, καθώς κανένας θεωρητικός, μετά τον Freud, δεν έχει τη δύναμη να δημιουργήσει ένα «βασίλειο» ή μια «αυτοκρατορία».

6

Ακόμη περισσότερο, δεν είμαι πεπεισμένος ότι μπορούμε να επιλύσουμε κάποιο πρόβλημα, με τo να βάλουμε «κοινωνικό» πρόσημο σε συγκεκριμένες ψυχαναλυτικές θεωρίες, που αφορούν τον ατομικό ψυχικό κόσμο, όπως η θεωρία του κενού, που χρησιμοποιεί η Κάρλα στην προσέγγισή της. Για μένα, τόσο τα κοινωνικά πρόσημα στην Ψυχανάλυση όσο και τα ψυχαναλυτικά πρόσημα στην Ομαδική Ανάλυση, παραμένουν επίφοβα εγχειρήματα. Όσο και αν χρειασθεί να εργασθούμε θα πρέπει να κατανοήσουμε σοβαρά και να θεραπεύσουμε τις βαθύτερες αιτίες των παθήσεων των κλάδων μας, ενώ παράλληλα θα πρέπει να είμαστε πολύ προσεκτικοί για να μην πετάξουμε και το μωρό μαζί με το νερό.

Η αναζωογόνηση των διαφορετικών πλαισίων μέσα στα οποία προέκυψαν οι θεωρίες αυτές είναι, για τη δική μου αντίληψη, ένα απαραίτητο μέρος αυτής της «θεραπείας».

7

Από την οπτική γωνία της Ομαδικής Ανάλυσης έχει ενδιαφέρον να συνειδητοποιήσουμε την αμηχανία του Freud μπροστά στη λήξη του Μεγάλου Πολέμου και την έλευση των καταστροφικών συνεπειών του (τόσο με την Ελληνική όσο και με τη Μπιονική έννοια της λέξης καταστροφή).

Ο Freud υπήρξε γερμανόφωνος εθνικιστής κατά τη διάρκεια του πολέμου, όπου υπηρέτησαν και οι τρεις γιοι του και στη συνέχεια έχασε την κόρη του Σοφία (κατά τη διάρκεια της επιδημίας της Ισπανικής γρίπης του 1918-1920).

Κατά την τελευταία περίοδο του ίδιου πολέμου ο Ferenczi απέκτησε τεράστια επιρροή στις τάξεις του Aυστρο-Oυγγρικού στρατού, λόγω του κλινικού του έργου και των δημοσιεύσεών του σχετικά με τις πολεμικές νευρώσεις. Ακριβώς όπως οι Bion, Foulkes και Menninger στον Β΄ΠΠ.

Τότε ακριβώς, κατά τη σύντομη κομμουνιστική διακυβέρνηση του Bela Kun, ο Ferenczi έγινε καθηγητής της Ψυχανάλυσης στην Ιατρική Σχολή της Βουδαπέστης. Ήταν αυτονόητο ότι το Διεθνές Συνέδριο Ψυχανάλυσης του 1918 θα γινόταν στη Βουδαπέστη. Σε αυτό το Συνέδριο ο Freud έδειξε την παροδική του συμπάθεια προς την αριστερή πολιτική, όπως μας θυμίζει η Κάρλα.

Αλλά δεν πέρασε πολύς χρόνος που ο Freud, ένας άνθρωπος που είχε χάσει τη χώρα του, μετατοπίστηκε προς μια έντονα βιολογική κατεύθυνση, π.χ. την έννοια της ορμής του θανάτου, το 1920. Δυστυχώς οι θεωρητικοί της Ομαδικής Ανάλυσης δεν λαμβάνουν αρκετά υπόψη τους αυτές τις τρομερά κρίσιμες μετατοπίσεις στη σκέψη του Freud σχετικά με τα προβλήματα της ανθρώπινης καταστροφικότητας και επιθετικότητας.

Η τότε αναδυόμενη, θεσμική καθιέρωση της Ψυχανάλυσης ως νέου επιστημονικού κλάδου οδήγησε σε ένα είδος σκλήρυνσης των βιολογικών γραμμών, ώστε να διασφαλιστεί το κύρος και η επιρροή της. Η ανάγκη της Ψυχανάλυσης να παραμείνει συνεκτική επέφερε σοβαρές στρεβλώσεις στη σκέψη του ίδιου του Freud, σε σχέση με κάποιες βασικές αρχές που υποστήριζε μέχρι τότε.

Και ενώ, κατά τη διάρκεια αυτής της βιολογικά προσανατολισμένης στροφής, ο Freud έγραψε το 1920 το Πέρα από την Αρχή της Ευχαρίστησης, όπου προσπάθησε να υπερτονίσει τη θεωρία του των ενορμήσεων, ένα χρόνο αργότερα, το 1921, δημοσίευσε τη Μαζική Ψυχολογία και Ανάλυση του Εγώ, όπου χρησιμοποιεί τη νεοσύστατη δομική θεωρία του για μια υπερ-συμπεριληπτική απαρτίωση της ατομικής και της ομαδικής ψυχολογίας.

8

«Ψυχολογικά, ο Freud είχε πεθάνει εδώ και πολύ καιρό [πριν από το 1938]», μου δήλωσε ο Otto Kernberg, αναλυτής με Κλαϊνικές βάσεις (Λαμνίδης & Βαρτζόπουλος, 2020).

Εκείνη περίπου την εποχή ο Foulkes (τότε Fuchs) ήρθε στο Ηνωμένο Βασίλειο, ως Εβραίος φυγάς από την Ναζιστική Γερμανία, και εξελέγη μέλος της (τότε υπό την αύξουσα επιρροή της Melanie Klein) Βρετανικής Ψυχαναλυτικής Εταιρείας. Ο Foulkes προσπαθούσε, απεγνωσμένα και μάταια, στην εργασία της υποψηφιότητάς του ως μέλος της Βρετανικής Εταιρείας, να αποσαφηνίσει την έννοια της ενδοβολής (Foulkes, 1937), που χρησιμοποιήθηκε από την Klein με τρόπο εντελώς αντίθετο από τον τρόπο του Ferenczi, που επινόησε την έννοια, ως ένα ακόμη παράδειγμα διαδικασιών αποξένωσης. Το 1948, όπως είπε η Κάρλα, συνδυάζοντας την ψυχανάλυση με την κοινωνιολογία, ο Foulkes έγραψε ότι «η παλιά αντιπαράθεση ενός εσωτερικού και εξωτερικού κόσμου, ιδιοσυστασίας και περιβάλλοντος, ατόμου και κοινωνίας, φαντασίας και πραγματικότητας, σώματος και νου κ.ο.κ., είναι αβάσιμη». Ακολούθησε η έννοια της (ομαδικής) μήτρας. 12 χρόνια αργότερα, το 1960, ο Γερμανο-Αμερικανός ψυχαναλυτής Hans Loewald (ο οποίος, παραδόξως, υπήρξε και τα δύο: και ηγετική αλλά και αντισυμβατική και περιθωριακή μορφή της αμερικανικής Ψυχανάλυσης, και μαθητής του Heidegger, μεταξύ άλλων), δήλωσε ότι η αρχική φάση της ανθρώπινης κατάστασης δεν είναι η σχέση του μωρού μα την μητέρα του αλλά η μήτρα μωρό-μητέρα. Αυτό ήταν ξεκάθαρα ενάντια στη Melanie Klein και στους Βρετανούς θεωρητικούς των αντικειμενικών σχέσεων (Fairbairn κ.λπ.). Απ’ όσο γνωρίζω, ο Foulkes δεν αναφέρθηκε ποτέ σε αυτό το απροσδόκητο εννοιολογικό συναπάντημα.

9

Είναι ζωτικής σημασίας να υπογραμμίσουμε πώς η πρωτοκαθεδρία του ενστικτώδους (βιολογικού) φθόνου (και της συνακόλουθης ενόρμησης θανάτου) είναι οι ακρογωνιαίοι λίθοι ενάντια σε κάθε ανθρώπινη κοινωνικότητα. Από αυτή την άποψη η Κλαϊνική θεωρία παρουσιάζει μια έντονη ομοιότητα με τη Μάργκαρετ Θάτσερ όταν δήλωνε: «Δεν υπάρχει αυτό το πράγμα που ονομάζουμε κοινωνία».

Στο ίδιο ύφος με τους πρωτόγονους και ιδεολογικούς γενετιστές της δεκαετίας του ’70, οι οποίοι σήμερα αμφισβητούνται από την επιγενετική (Jimenez et al, 2018), η κυρίαρχη βρετανική εκδοχή της Κλαΐνικής σκέψης επέβαλε ασυνείδητα ένα ολόκληρο σύνολο ιδεών ενάντια σε οποιαδήποτε κοινωνική/τραυματική προέλευση του ανθρώπινου πόνου, πιθανώς από φόβο ότι κάθε ένδειξη αναγνώρισης της κοινωνιογένεσης (τόσο σημαντικής στη σκέψη του Freud και του Foulkes) ως τραυματικής πηγής της ανθρώπινης δυσφορίας, θα ήταν απαράδεκτη. Γιατί; Διότι αυτού του είδους η σκέψη θα υπήρχε κίνδυνος να κατεύθυνε την εξέλιξη του ψυχαναλυτικού θεωρητικού οικοδομήματος να παλινδρομήσει προς μια αρχέγονη Neurotika (που εγκαταλείφθηκε οδυνηρά από τον Freud ήδη από τον 19ο αιώνα), και επίσης να παλινδρομήσει προς την πρωτοκαθεδρία του τραυματικού, κάτι που θα υπονόμευε την υποτιθέμενη ενδοψυχική προέλευση του ανθρώπινου πόνου. Αυτό το τελευταίο θα όφειλε να αποτελεί θεμελιώδη ακρογωνιαίο λίθο της νεοαναπτυσσόμενης ψυχαναλυτικής «επιστημονικότητας». Αυτή ήταν μια από τις επιστημολογικές ανησυχίες εκείνης της περιόδου: να μην υποκύψουμε στο πραγματικό, στο εξωτερικό και στο κοινωνικό. Υπό αυτή την έννοια, κάθε θεωρία για τις ομάδες θα έμοιαζε όχι μόνο άσχετη αλλά και εχθρική προς την Ψυχανάλυση.

Η πιο ανοιχτή στάση του Freud απέναντι σε αυτή τη διχογνωμία νικήθηκε τελικά από την Κλαϊνική ορθοδοξία. Ο Freud ήταν «νεκρός», εδώ και πολύ καιρό, όπως εξήγησε ο Kernberg (op cit, 2020). Αυτό οδήγησε και σε κάποιες άλλες σημαντικές θεωρητικές εξελίξεις, που κορυφώθηκαν στην εννοιολόγηση της ψυχανάλυσης ως ενδιαφερόμενης αποκλειστικά για το εσωτερικό του ψυχισμού.

Παρόλα αυτά, η σημασία της ανθρώπινης κοινωνικότητας ανακαλύφθηκε ξανά και ξανά, εκ των ένδον, στο έργο των Κλαϊνικών Βρετανών αναλυτών, όπως η Paula Heiman, ο Wilfred Bion, η Betty Joseph, ο Robert Hinshelwood, κλπ.

Επιπλέον, αν και κάπως χαοτικά, όπως και η ίδια η ιστορία αυτών των τόπων, ψυχαναλυτές από τη Νότια Αμερική, όπως ο PichonRiviere και άλλοι, γαλλικής, ελβετικής και γερμανικής καταγωγής (ονόματα όπως Bleger, Racker, Baranger κλπ.), δημιούργησαν ένα καζάνι μείξης πολλών διαφορετικών θεωριών, ετερόκλητης προέλευσης, ικανό να ανακαλύψει εκ νέου αυτή την κοινωνικότητα μέσα από τις πιο ασυνήθιστες διαδρομές. Η ανθρωπολογία, η θεωρία πεδίου, η αντιμεταβίβαση, το αναλυτικό πλαίσιο ήταν διαφορετικές θεωρήσεις, όπου η ανθρώπινη κοινωνικότητα μπορούσε να ξαναβρεθεί, με πολλαπλά μεταμφιεσμένους τρόπους.

10

Τώρα, επιτρέψτε μου να προχωρήσω με μια άλλη επιφύλαξη σχετικά με τις θέσεις της Κάρλα. Ας πάρουμε την αναφορά της στην έννοια του «κενού». Και εδώ έχουμε διαδικασίες αποξένωσης (των εννοιών από το υπόστρωμά τους). Πρόκειται για μια τυπική εννοιολόγηση, η οποία πηγάζει από αντιμεταβιβαστικά συναισθήματα, και προκύπτει από τις κλινικές καταστάσεις της (ατομικής) ψυχανάλυσης. Τέτοιες έννοιες, κατά την αντίληψή μου, εφαρμόζονται λανθασμένα σε ομαδικές-αναλυτικές

κλινικές καταστάσεις. Το ίδιο, για παράδειγμα, ισχύει και για την έννοια του βάθους, η οποία είναι ένας τυπικός τρόπος χάραξης μίας γραμμής ορθοδοξίας σε ότι αφορά το πόσο πλησιάζουν οι ψυχαναλυτικές έννοιες τον «καθαρό χρυσό» της ψυχικής ζωής. Αναλυτές όπως ο Ferro και ο Ogden άρχισαν τώρα να αμφισβητούν την έννοια του βάθους, και ο Bion είχε επίσης επιφυλάξεις· εννοώ ότι δεν υπάρχει ένα κλινικό βάθος που πρέπει να αποσαφηνίσουμε αλλά μια ολόκληρη επιφάνεια σημείων και στοιχείων που πρέπει να διαπιστώσουμε, να εντοπίσουμε και να θέσουμε σε προοπτική ή σε πλαίσιο.

Ένα άλλο καλό παράδειγμα μη κοινής εννοιολόγησης είναι η περίφημη Προβλητική Ταύτιση (ΠΤ). Η ΠΤ είναι μια Κλαϊνική έννοια που έχει υπερ-διαταθεί (δηλαδή την έχουμε «τανίσει») για να χωράει τα πάντα και μην αποκοπεί από την Κλαϊνική θεωρητικοποίησή της, αντί να χρησιμοποιηθεί η Φροϋδική και Φουκσιανή έννοια της Ασυνείδητης Επικοινωνίας.

Ίσως το ίδιο να ισχύει και για την έννοια του προμαχώνα (bastion, Barranger et al, 2008), μια ψυχαναλυτική έννοια πεδίου που αποσαφηνίζει τη δυαδικότητα, αλλά, κατά την αντίληψή μου, δεν μπορεί να συλλάβει ακριβώς την τριτότητα. Έννοιες όπως ο πυκνωτής, πιθανώς απηχούν την ομαδική τριτότητα με περισσότερη ακρίβεια.

11

Οι ομαδικές προσεγγίσεις συχνά ακούγονται μαγικές και υπερφυσικές στα ψυχαναλυτικά αυτιά, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που οι μη επαΐοντες χρησιμοποιούν τις ψυχαναλυτικές εννοιολογήσεις με φετιχιστικό τρόπο. Κάθε σύνολο εννοιών βασίζεται σε κλινικές ρυθμίσεις που είναι καθορισμένες μέσα στο συγκεκριμένο πλαίσιο. Οι ενδεχόμενες εννοιολογικές γέφυρες προϋποθέτουν πολλή θεωρητική και κλινική δουλειά για να τις φτιάξουμε. Οι ψυχαναλυτές στρέφονται συνήθως προς την ομαδική θεωρία όταν τα θεσμικά τους πλαίσια «αρρωσταίνουν» βαριά, με τον ίδιο ακριβώς τρόπο που οι απελπισμένοι άνθρωποι στρέφονται προς τις ανορθολογικές, παραδοσιακές και μαγικές θεραπείες, όταν υποφέρουν χωρίς ελπίδα. Ένα άλλο πρόβλημα, βέβαια, είναι ότι οι ίδιοι οι ομαδικοί αναλυτές δεν φαίνονται ικανοί να εφαρμόσουν αποτελεσματικά τις δικές τους θεωρίες σχετικά με τους θεσμούς τους, όπως αντιλαμβανόμαστε από τις θεσμικές σεισμικές δονήσεις που συμβαίνουν στην Group-Analytic Society (International).

Η απομόνωση της αναλυτικής σκέψης από τον κοινωνικό κόσμο φέρνει στο νου το παράδειγμα της Ιαπωνίας και της Κίνας, χώρες που παρέμειναν πολιτισμικά απομονωμένες για αιώνες, προκειμένου να εξασφαλίσουν πολιτισμική σταθερότητα και συνοχή. Αυτό είναι πολύ διαφωτιστικό. Όπως το έθεσε κάποτε ο Kernberg: Ένα μοναστήρι!

12

Όσον αφορά την Ελληνική θεμελιώδη μήτρα. Ο ελληνικός κόσμος απέχει πολύ από μια ενιαία, εξωραϊσμένη και εξιδανικευμένη αναπαράσταση μίας συνέχειας, από την αρχαιότητα μέχρι τη σύγχρονη εποχή. Η ελληνική θεμελιώδης μήτρα έχει υποστεί μια πολύ εκτεταμένη σειρά μετασχηματισμών και καταστροφικών αλλαγών (για να χρησιμοποιήσω δύο από τις εννοιολογήσεις του Bion, με την δέουσα προσοχή). Εννοώ ιδιαίτερα τα περάσματα από την αρχαία Αθηναϊκή Δημοκρατία (αποκλειστικά μεταξύ των Αθηναίων πολιτών) στον Ρωμαϊκό-Βυζαντινό κόσμο και στη συνέχεια στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Η σύγχρονη Ελλάδα είναι, μεταξύ άλλων, και απόρροια του Γερμανικού και του Βρετανικού ρομαντισμού, στο βαθμό που είναι αποτέλεσμα της Ελληνικής Επανάστασης του 1821, όπως έδειξε πολύ πρόσφατα ο Mark Mazower (2022).

Η διασταύρωση των επιστημολογικών παραδειγμάτων είναι μια προσδοκώμενη μεν, πλην επίπονη διαδικασία, που συναντά μυριάδες εμπόδια και αντιστάσεις× και πολλή και επώδυνη ψυχική εργασία, όπως θα έλεγε και ο Freud. Οι περισσότεροι ψυχαναλυτές και ομαδικοί αναλυτές αισθάνονται ασφαλείς και σίγουροι μέσα σε μια συγκεκριμένη σχολή σκέψης× και μερικές φορές σε μια θεωρητική φούσκα× η οποία όμως προσφέρει την απαραίτητη προϋπόθεση της αίσθησης της (ψευδούς) επιστημικής εμπιστοσύνης, όπως θα το έθετε ο Fonagy. Όλοι μας επιθυμούμε μια αλλαγή παραδείγματος, αλλά πολύ λίγοι είμαστε διατεθειμένοι να υποστούμε τον ψυχικό πόνο που είναι απαραίτητος για κάτι τέτοιο. Κάποιοι από εμάς προτιμούν, όπως θα το έθετε ο Pines, τo στοματικό, εξιδανικευμένο κόλλημα (cohesion), από την καλά θεμελιωμένη, Οιδιπόδεια συνοχή (coherence), η οποία ναι μεν είναι πιο πολύτιμη και μακροχρόνια αλλά πολύ πιο δύσκολο να επιτευχθεί.

13

Όσον αφορά την αρχαία ελληνική έννοια του Ξένου, θα πρόσθετα, στα όσα ενδιαφέροντα είπε η Κάρλα: Δεν είναι φίλος. Μάλλον είναι ένα άγνωστο πρόσωπο, ένας ξένος (που σημαίνει επίσης στα Ελληνικά: από έξω), που όμως διασφαλίζεται και προστατεύεται. Ανάμεσα σε άλλους λόγους για αυτή την προστασία είναι και το ότι θα μπορούσε να είναι ένας μεταμφιεσμένος θεός και θα μπορούσε επίσης να είναι και φορέας ενός μηνύματος, ένας Άγγελος (που σημαίνει, στα ελληνικά, αγγελιοφόρος). Ενός μηνύματος που είναι δύσκολο να αποκρυπτογραφηθεί αλλά είναι πολύτιμο και, πιθανώς, κρίσιμο… Ας θυμηθούμε τον Laplanche.

Ο Ξένος μπορεί να είναι ένας μεταφορέας της ετερότητας, ένας αγγελιοφόρος της θεότητας. Το πέρασμα που απαιτείται για να γίνει ο ξένος φιλοξενούμενος είναι μια αναγκαία πορεία, μια ιεροτελεστία. Αυτό φέρνει στο νου τα περάσματα που περιγράφει ο Freud (1915) από το Ασυνείδητο στο Προσυνείδητο και στη συνέχεια στη Συνειδητότητα.

Οι μη Έλληνες βάρβαροι θα αντιστοιχούσαν επίσης στην ψυχαναλυτική εννοιολόγηση της αρνητικότητας (σύμφωνα με τον Green) όπως φαίνεται στο εβραϊκό ανέκδοτο με τις 2 συναγωγές: Γιατί 2 συναγωγές σε ένα τόσο μικρό χωριό, ρωτούν έναν Εβραίο× γιατί 2η είναι αυτή που δεν πηγαίνουμε, είναι η απάντησή του. Αυτές οι ιδέες φέρνουν επίσης στο νου την Κλαϊνική εννοιολόγηση της αμφιθυμίας, ή την Μπιονική αρνητική ικανότητα.

Και μια τελική σημείωση σχετικά με το Χρέος και τη Χάρις: Αυτά μας φέρνουν στην έννοια της θετικής οφειλής (ενοχής) που αργότερα έγινε η έννοια του αισθήματος ενοχής. Στα ελληνικά Ενοχικό Δίκαιο είναι ο νόμος για τις προσωπικές σχέσεις, Law of Obligations στα αγγλικά. Εν ολίγοις, στην ελληνική γλώσσα το να χρωστάς, το να σχετίζεσαι και το να αισθάνεσαι ένοχος εκφράζονται με ένα και το ίδιο ρήμα: ενέχομαι.

Ευχαριστούμε την Κάρλα για την ευκαιρία που μας έδωσε να ξανασκεφτούμε πάνω σε αυτά τα περίπλοκα, αλλά και τόσο ελκυστικά θέματα.

Βιβλιογραφία

ΑριστοτέληςΠολιτικά.

Barranger, M. & Barranger, W. (2008). The Analytic Situation as a Dynamic Field. International Journal

of Psychoanalysis 89:795-826.

Blass, R. B. (2023). Why Analysts Do Not Debate Well and What Can Be Done about It. International

Journal of Psychoanalysis 104:161-164.

Freud, S. (1915). The Unconscious. S.E. 14.

Fuchs, S.H. (1937). On Introjection. International Journal of Psychoanalysis 18:269-293.

Jimenez, J.P., Bott, A., Herrera, L. & Luyten, P. (2018). Psychotherapy and Genetic Neuroscience: An

Emerging Dialogue. Frontiers in Genetics 9:257.

Kernberg, O. (1986). Θεσμικά προβλήματα της ψυχαναλυτικής εκπαίδευσης. Journal of the American

Psychoanalytic Association 34: 799-834.

Λαμνίδης, Ν. & Βαρτζόπουλος, Ι. (2020). Μια συζήτηση με τον Otto Kernberg. Oedipus Annual 1:6-20.

Mazower, M. (2022). Η Ελληνική Επανάσταση. Αθήνα: Αλεξάνδρεια.

Sedgwick, E. (1997). Novel Gazing: Queer Readings in Fiction. Durnham, NC: Duke University Press.

 

 Νίκος Λαμνίδης